- κληρωτήν
- κληρωτήςone who presided over elections by lotmasc acc sg (attic epic ionic)κληρωτόςappointed by lotfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κληρωτής — κληρωτής, δωρ. τ. κλαρωτής, ὁ (Α) [κληρώ] 1. αυτός που προεδρεύει στις εκλογές με κλήρο ή στις κληρώσεις τών δικαστών, αυτός που εκλέγει κάποιον με κλήρο 2. ο προικισμένος με μια κληρονομημένη ιδιότητα, ο κληρονόμος, ο κτήτορας («ἀρετῆς κληρωτήν» … Dictionary of Greek